χαλιφεία

χαλιφεία
και χαλιφία, η, Ν
η εξουσία τού χαλίφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίφης + κατάλ. -(ε)ία, πρβλ. κομητ-(ε)ία. Η γρφ. χαλιφία μαρτυρείται από το 1891 στον Π. Καρολίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”